- ξυνήγαγεν
- συνάγωbring togetheraor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek